- υποτίνω
- και ὑποτείνω Απληρώνω, ανταποδίδω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + τίνω «πληρώνω, ανταποδίδω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποτείνω — (I) ὑποτείνω, ΝΜΑ [τείνω] (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποτείνουσα αρχ. 1. τοποθετώ τεντωμένο κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποτείνειν δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.) 2. τεντώνω με δύναμη («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», Αριστοφ.) 3 … Dictionary of Greek